σίχαμα

σίχαμα
το, Ν
1. καθετί που προκαλεί αηδία και αποστροφή, το βδέλυγμα
2. πρόσωπο άξιο αποστροφής, περίτριμμα, κάθαρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. -μα (πρβλ. ζέστα-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σίχαμα — το, ατος 1. ό,τι προκαλεί αηδία: Πώς το τρως αυτό το σίχαμα; 2. άνθρωπος σιχαμερός: Φύγε από μπροστά μου σίχαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βδέλυγμα — το (AM βδέλυγμα) [βδελύσσομαι] σίχαμα, κάτι σιχαμένο, που προκαλεί αηδία αρχ. μσν. σίχαμα, είδωλο ή κάτι που προσφέρεται στη λατρεία των ειδώλων …   Dictionary of Greek

  • σιχαμάρα — και συχαμάρα, η, Ν 1. το αίσθημα τής αηδίας, τής αποστροφής για κάποιον ή για κάτι 2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

  • βδελυγμία — η (AM βδελυγμία) [βδελύσσομαι] αηδία, αποστροφή αρχ. σίχαμα, ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

  • μύσαγμα — μύσαγμα, τὸ (Α) μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. μα (πρβλ. πράττω πράγμα)] …   Dictionary of Greek

  • σίκχος — εος και ους, τὸ, Α βδέλυγμα, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος (πρβλ. στεῖν ος, μάκρ ος)] …   Dictionary of Greek

  • σιχαμερός — ή, ό, Ν αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός. επίρρ... σιχαμερά Ν με σιχαμερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, ζουμ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σιχαμός — και συχαμός, ο, Ν 1. σιχαμάρα, σιχασιά, αηδία, αποστροφή 2. σιχαμερό πράγμα ή άτομο, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μός (πρβλ. πεθα μός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”